ευφορμιγξ

ευφορμιγξ
    εὐφόρμιγξ
    εὐ-φόρμιγξ
    -ιγγος adj.
    1) хорошо играющий на форминге
    

(Λυκεῖος Anth.)

    2) искусно извлекаемый из форминги, красиво звучащий
    

(ἀοιδά Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ευφορμιγξ" в других словарях:

  • ευφόρμιγξ — εὐφόρμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ή παίζει ωραία τη φόρμιγγα, τη λύρα («σὺν εὐφόρμιγγι Λυκείῳ», Ανθ. Παλ.) 2. (για λυρική μουσική) αυτός που συνοδεύεται από ωραία λύρα, ο πολύ μελωδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρμιγξ «λύρα»] …   Dictionary of Greek

  • εὐφόρμιγγα — εὐφόρμιγξ with beautifullyre masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφόρμιγγας — εὐφόρμιγξ with beautifullyre masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφόρμιγγι — εὐφόρμιγξ with beautifullyre masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφόρμιγγος — εὐφόρμιγξ with beautifullyre masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»